πεζολογικός

πεζολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πεζό λόγο ή στην πεζολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεζολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζολόγο ή στην πεζολογία. επίρρ... πεζολογικῶς Μ σε πεζό λόγο και όχι σε ποιητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Στ. Βάλβη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”